- ασφυξιογόνος
- ος, ο[ν] удушливый;
ασφυξιογόνα αέρια — удушливые газы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφυξιογόνα αέρια — удушливые газы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφυξιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί ασφυξία 2. «ασφυξιογόνα αέρια» πολεμικά αέρια που ερεθίζουν τα αναπνευστικά όργανα, εμποδίζουν την αναπνοή και μπορούν να προκαλέσουν θάνατο από ασφυξία … Dictionary of Greek
ασφυξιογόνος — α, ο αυτός που προκαλεί ασφυξία: Τα ασφυξιογόνα αέρια φέρνουν θάνατο από ασφυξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)